Τέζο

Τέζο
και Ιτέζο και Ατέζο, οι, Ν
εθνολ. νειλωτικός λαός που ζει στην ανατολική Ουγκάντα και στην Κένυα και αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη εθνότητα τής Ουγκάντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Τουρκάνα — οι, Ν άκλ. εθνολ. νειλωτικός πληθυσμός που ζει στη βορειοδυτική Κένυα και μιλά μια γλώσσα Τέζο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”